υπερβολικός

υπερβολικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. αυτός που ξεπερνάει το κανονικό, το συνηθισμένο ή το ανεκτό όριο: Υπερβολική ταχύτητα.
2. (για πράγματα), αυτός που γίνεται ή λέγεται με υπερβολή: Υπερβολική αξίωση.
3. (για πρόσωπα), αυτός που λέει υπερβολές, που μεγαλοποιεί τα πράγματα: Είσαι υπερβολικός.
4. (μαθημ.), αυτός που έχει σχέση με τη γεωμετρική υπερβολή ή έχει το σχήμα της: Υπερβολική γεωμετρία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑπερβολικός — hyperbolical masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερβολικός — ή, ό / ὑπερβολικός, ή, όν, ΝΜΑ [υπερβολή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπερβολή, αυτός που περιέχει υπερβολή (α. «έχει πάντα υπερβολικές αξιώσεις» β. «δοκούσης δὲ τῆς εὐχαριστίας ὑπερβολικῆς γενέσθαι», Πολ.) νεοελλ. 1. αυτός που υπερβαίνει… …   Dictionary of Greek

  • ὑπερβολικά — ὑπερβολικός hyperbolical neut nom/voc/acc pl ὑπερβολικά̱ , ὑπερβολικός hyperbolical fem nom/voc/acc dual ὑπερβολικά̱ , ὑπερβολικός hyperbolical fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβολικώτερον — ὑπερβολικός hyperbolical adverbial comp ὑπερβολικός hyperbolical masc acc comp sg ὑπερβολικός hyperbolical neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβολικῶν — ὑπερβολικός hyperbolical fem gen pl ὑπερβολικός hyperbolical masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβολικόν — ὑπερβολικός hyperbolical masc acc sg ὑπερβολικός hyperbolical neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβολικαῖς — ὑπερβολικός hyperbolical fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβολικαί — ὑπερβολικός hyperbolical fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβολικοῖς — ὑπερβολικός hyperbolical masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβολικοῦ — ὑπερβολικός hyperbolical masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”